αναβαθμολόγηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναβαθμολόγηση • (anavathmológisi) f (plural αναβαθμολογήσεις)
Declension
[edit]Declension of αναβαθμολόγηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αναβαθμολόγηση • | αναβαθμολογήσεις • | |
genitive | αναβαθμολόγησης • | αναβαθμολογήσεων • | |
accusative | αναβαθμολόγηση • | αναβαθμολογήσεις • | |
vocative | αναβαθμολόγηση • | αναβαθμολογήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αναβαθμολογήσεως • |
Related terms
[edit]- αναβαθμολογώ (anavathmologó, “to re-mark, to regrade”)