Jump to content

ανίσχυρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανίσχυρος (aníschyrosm (feminine ανίσχυρη, neuter ανίσχυρο)

  1. powerless, impotent, feckless
    Synonyms: ασθενής (asthenís), αδύναμος (adýnamos), ελαφρύς (elafrýs)
  2. (law) invalid, null and void

Declension

[edit]
Declension of ανίσχυρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανίσχυρος (aníschyros) ανίσχυρη (aníschyri) ανίσχυρο (aníschyro) ανίσχυροι (aníschyroi) ανίσχυρες (aníschyres) ανίσχυρα (aníschyra)
genitive ανίσχυρου (aníschyrou) ανίσχυρης (aníschyris) ανίσχυρου (aníschyrou) ανίσχυρων (aníschyron) ανίσχυρων (aníschyron) ανίσχυρων (aníschyron)
accusative ανίσχυρο (aníschyro) ανίσχυρη (aníschyri) ανίσχυρο (aníschyro) ανίσχυρους (aníschyrous) ανίσχυρες (aníschyres) ανίσχυρα (aníschyra)
vocative ανίσχυρε (aníschyre) ανίσχυρη (aníschyri) ανίσχυρο (aníschyro) ανίσχυροι (aníschyroi) ανίσχυρες (aníschyres) ανίσχυρα (aníschyra)