Jump to content

ανίερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀνίερος (aníeros), from ἱερός (hierós, godly, supernatural).

Adjective

[edit]

ανίερος (aníerosm (feminine ανίερη, neuter ανίερο)

  1. profane, sacrilegious
  2. ungodly, impious
  3. unhallowed, unholy

Declension

[edit]
Declension of ανίερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανίερος (aníeros) ανίερη (aníeri) ανίερο (aníero) ανίεροι (aníeroi) ανίερες (aníeres) ανίερα (aníera)
genitive ανίερου (aníerou) ανίερης (aníeris) ανίερου (aníerou) ανίερων (aníeron) ανίερων (aníeron) ανίερων (aníeron)
accusative ανίερο (aníero) ανίερη (aníeri) ανίερο (aníero) ανίερους (aníerous) ανίερες (aníeres) ανίερα (aníera)
vocative ανίερε (aníere) ανίερη (aníeri) ανίερο (aníero) ανίεροι (aníeroi) ανίερες (aníeres) ανίερα (aníera)