Jump to content

ανίδωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανίδωτος (anídotosm (feminine ανίδωτη, neuter ανίδωτο)

  1. without being seen, invisible, unseen
  2. unmet, unseen

Declension

[edit]
Declension of ανίδωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανίδωτος (anídotos) ανίδωτη (anídoti) ανίδωτο (anídoto) ανίδωτοι (anídotoi) ανίδωτες (anídotes) ανίδωτα (anídota)
genitive ανίδωτου (anídotou) ανίδωτης (anídotis) ανίδωτου (anídotou) ανίδωτων (anídoton) ανίδωτων (anídoton) ανίδωτων (anídoton)
accusative ανίδωτο (anídoto) ανίδωτη (anídoti) ανίδωτο (anídoto) ανίδωτους (anídotous) ανίδωτες (anídotes) ανίδωτα (anídota)
vocative ανίδωτε (anídote) ανίδωτη (anídoti) ανίδωτο (anídoto) ανίδωτοι (anídotoi) ανίδωτες (anídotes) ανίδωτα (anídota)