ανίδρωτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανίδρωτος • (anídrotos) m (feminine ανίδρωτη, neuter ανίδρωτο)
- without sweat, without sweating, without perspiration
- (figurative) without trying, without making an effort
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανίδρωτος (anídrotos) | ανίδρωτη (anídroti) | ανίδρωτο (anídroto) | ανίδρωτοι (anídrotoi) | ανίδρωτες (anídrotes) | ανίδρωτα (anídrota) | |
genitive | ανίδρωτου (anídrotou) | ανίδρωτης (anídrotis) | ανίδρωτου (anídrotou) | ανίδρωτων (anídroton) | ανίδρωτων (anídroton) | ανίδρωτων (anídroton) | |
accusative | ανίδρωτο (anídroto) | ανίδρωτη (anídroti) | ανίδρωτο (anídroto) | ανίδρωτους (anídrotous) | ανίδρωτες (anídrotes) | ανίδρωτα (anídrota) | |
vocative | ανίδρωτε (anídrote) | ανίδρωτη (anídroti) | ανίδρωτο (anídroto) | ανίδρωτοι (anídrotoi) | ανίδρωτες (anídrotes) | ανίδρωτα (anídrota) |
Related terms
[edit]- see: ιδρώτας m (idrótas, “sweat, perspiration”)