Jump to content

ανίδρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανίδρωτος (anídrotosm (feminine ανίδρωτη, neuter ανίδρωτο)

  1. without sweat, without sweating, without perspiration
  2. (figurative) without trying, without making an effort

Declension

[edit]
Declension of ανίδρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανίδρωτος (anídrotos) ανίδρωτη (anídroti) ανίδρωτο (anídroto) ανίδρωτοι (anídrotoi) ανίδρωτες (anídrotes) ανίδρωτα (anídrota)
genitive ανίδρωτου (anídrotou) ανίδρωτης (anídrotis) ανίδρωτου (anídrotou) ανίδρωτων (anídroton) ανίδρωτων (anídroton) ανίδρωτων (anídroton)
accusative ανίδρωτο (anídroto) ανίδρωτη (anídroti) ανίδρωτο (anídroto) ανίδρωτους (anídrotous) ανίδρωτες (anídrotes) ανίδρωτα (anídrota)
vocative ανίδρωτε (anídrote) ανίδρωτη (anídroti) ανίδρωτο (anídroto) ανίδρωτοι (anídrotoi) ανίδρωτες (anídrotes) ανίδρωτα (anídrota)
[edit]