Jump to content

ανήλικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανήλικος (anílikosm (feminine ανήλική, neuter ανήλικο)

  1. underage, minor

Declension

[edit]
Declension of ανήλικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανήλικος (anílikos) ανήλικη (aníliki) ανήλικο (aníliko) ανήλικοι (anílikoi) ανήλικες (anílikes) ανήλικα (anílika)
genitive ανήλικου (anílikou) ανήλικης (anílikis) ανήλικου (anílikou) ανήλικων (anílikon) ανήλικων (anílikon) ανήλικων (anílikon)
accusative ανήλικο (aníliko) ανήλικη (aníliki) ανήλικο (aníliko) ανήλικους (anílikous) ανήλικες (anílikes) ανήλικα (anílika)
vocative ανήλικε (anílike) ανήλικη (aníliki) ανήλικο (aníliko) ανήλικοι (anílikoi) ανήλικες (anílikes) ανήλικα (anílika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανήλικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανήλικος, etc.)

[edit]

Noun

[edit]

ανήλικος (anílikosm (plural ανήλικοι)

  1. minor, underage

Declension

[edit]
Declension of ανήλικος
singular plural
nominative ανήλικος (anílikos) ανήλικοι (anílikoi)
genitive ανηλίκου (anilíkou) ανηλίκων (anilíkon)
accusative ανήλικο (aníliko) ανηλίκους (anilíkous)
vocative ανήλικε (anílike) ανήλικοι (anílikoi)

Synonyms

[edit]
  • (still a minor): παιδί n (paidí, child)