Jump to content

ανέφελος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From νέφος (néfos, cloud, smog).

Adjective

[edit]

ανέφελος (anéfelosm (feminine ανέφελη, neuter ανέφελο)

  1. (meteorology) cloudless
  2. cloudless, happy

Declension

[edit]
Declension of ανέφελος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανέφελος (anéfelos) ανέφελη (anéfeli) ανέφελο (anéfelo) ανέφελοι (anéfeloi) ανέφελες (anéfeles) ανέφελα (anéfela)
genitive ανέφελου (anéfelou) ανέφελης (anéfelis) ανέφελου (anéfelou) ανέφελων (anéfelon) ανέφελων (anéfelon) ανέφελων (anéfelon)
accusative ανέφελο (anéfelo) ανέφελη (anéfeli) ανέφελο (anéfelo) ανέφελους (anéfelous) ανέφελες (anéfeles) ανέφελα (anéfela)
vocative ανέφελε (anéfele) ανέφελη (anéfeli) ανέφελο (anéfelo) ανέφελοι (anéfeloi) ανέφελες (anéfeles) ανέφελα (anéfela)
[edit]