From Wiktionary, the free dictionary
ανέρχομαι σε • (anérchomai se)
- total, add up to, amounts to
Ο συνολικός προϋπολογισμός ανέρχεται σε 500 εκατομμύρια ευρώ.- O synolikós proÿpologismós anérchetai se 500 ekatommýria evró.
- The total budget amounts to 500 million euros.