Jump to content

ανέρχομαι σε

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Phrase

[edit]

ανέρχομαι σε (anérchomai se)

  1. total, add up to, amounts to
    Ο συνολικός προϋπολογισμός ανέρχεται σε 500 εκατομμύρια ευρώ.
    O synolikós proÿpologismós anérchetai se 500 ekatommýria evró.
    The total budget amounts to 500 million euros.