Jump to content

ανέλπιδος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανέλπιδος (anélpidosm (feminine ανέλπιδη, neuter ανέλπιδο)

  1. hopeless, without hope

Declension

[edit]
Declension of ανέλπιδος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανέλπιδος (anélpidos) ανέλπιδη (anélpidi) ανέλπιδο (anélpido) ανέλπιδοι (anélpidoi) ανέλπιδες (anélpides) ανέλπιδα (anélpida)
genitive ανέλπιδου (anélpidou) ανέλπιδης (anélpidis) ανέλπιδου (anélpidou) ανέλπιδων (anélpidon) ανέλπιδων (anélpidon) ανέλπιδων (anélpidon)
accusative ανέλπιδο (anélpido) ανέλπιδη (anélpidi) ανέλπιδο (anélpido) ανέλπιδους (anélpidous) ανέλπιδες (anélpides) ανέλπιδα (anélpida)
vocative ανέλπιδε (anélpide) ανέλπιδη (anélpidi) ανέλπιδο (anélpido) ανέλπιδοι (anélpidoi) ανέλπιδες (anélpides) ανέλπιδα (anélpida)
[edit]