Jump to content

ανάστροφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάστροφος (anástrofosm (feminine ανάστροφη, neuter ανάστροφο)

  1. upside-down, inverted
  2. reversed, reverse

Declension

[edit]
Declension of ανάστροφος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάστροφος (anástrofos) ανάστροφη (anástrofi) ανάστροφο (anástrofo) ανάστροφοι (anástrofoi) ανάστροφες (anástrofes) ανάστροφα (anástrofa)
genitive ανάστροφου (anástrofou) ανάστροφης (anástrofis) ανάστροφου (anástrofou) ανάστροφων (anástrofon) ανάστροφων (anástrofon) ανάστροφων (anástrofon)
accusative ανάστροφο (anástrofo) ανάστροφη (anástrofi) ανάστροφο (anástrofo) ανάστροφους (anástrofous) ανάστροφες (anástrofes) ανάστροφα (anástrofa)
vocative ανάστροφε (anástrofe) ανάστροφη (anástrofi) ανάστροφο (anástrofo) ανάστροφοι (anástrofoi) ανάστροφες (anástrofes) ανάστροφα (anástrofa)
[edit]