ανάρπαστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανάρπαστος • (anárpastos) m (feminine ανάρπαστη, neuter ανάρπαστο)
- readily saleable (UK), salable (US)
- attractive, snapped up
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανάρπαστος (anárpastos) | ανάρπαστη (anárpasti) | ανάρπαστο (anárpasto) | ανάρπαστοι (anárpastoi) | ανάρπαστες (anárpastes) | ανάρπαστα (anárpasta) | |
genitive | ανάρπαστου (anárpastou) | ανάρπαστης (anárpastis) | ανάρπαστου (anárpastou) | ανάρπαστων (anárpaston) | ανάρπαστων (anárpaston) | ανάρπαστων (anárpaston) | |
accusative | ανάρπαστο (anárpasto) | ανάρπαστη (anárpasti) | ανάρπαστο (anárpasto) | ανάρπαστους (anárpastous) | ανάρπαστες (anárpastes) | ανάρπαστα (anárpasta) | |
vocative | ανάρπαστε (anárpaste) | ανάρπαστη (anárpasti) | ανάρπαστο (anárpasto) | ανάρπαστοι (anárpastoi) | ανάρπαστες (anárpastes) | ανάρπαστα (anárpasta) |
Related terms
[edit]- see: αρπάζω (arpázo, “to snatch, to steal”)