Jump to content

ανάρπαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάρπαστος (anárpastosm (feminine ανάρπαστη, neuter ανάρπαστο)

  1. readily saleable (UK), salable (US)
  2. attractive, snapped up

Declension

[edit]
Declension of ανάρπαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάρπαστος (anárpastos) ανάρπαστη (anárpasti) ανάρπαστο (anárpasto) ανάρπαστοι (anárpastoi) ανάρπαστες (anárpastes) ανάρπαστα (anárpasta)
genitive ανάρπαστου (anárpastou) ανάρπαστης (anárpastis) ανάρπαστου (anárpastou) ανάρπαστων (anárpaston) ανάρπαστων (anárpaston) ανάρπαστων (anárpaston)
accusative ανάρπαστο (anárpasto) ανάρπαστη (anárpasti) ανάρπαστο (anárpasto) ανάρπαστους (anárpastous) ανάρπαστες (anárpastes) ανάρπαστα (anárpasta)
vocative ανάρπαστε (anárpaste) ανάρπαστη (anárpasti) ανάρπαστο (anárpasto) ανάρπαστοι (anárpastoi) ανάρπαστες (anárpastes) ανάρπαστα (anárpasta)
[edit]