Jump to content

ανάντης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάντης (anántism (feminine ανάντης, neuter άναντες)

  1. uphill, towards the top
  2. (figuratively) problematic, unfavourable

Declension

[edit]
Declension of ανάντης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάντης (anántis) ανάντης (anántis) άναντες (ánantes) ανάντεις (anánteis) ανάντεις (anánteis) ανάντη (anánti)
genitive ανάντους (anántous)
ανάντη (anánti)
ανάντους (anántous) ανάντους (anántous) ανάντων (anánton) ανάντων (anánton) ανάντων (anánton)
accusative ανάντη (anánti) ανάντη (anánti) άναντες (ánantes) ανάντεις (anánteis) ανάντεις (anánteis) ανάντη (anánti)
vocative ανάντη (anánti) ανάντη (anánti) άναντες (ánantes) ανάντεις (anánteis) ανάντεις (anánteis) ανάντη (anánti)