ανάντης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανάντης • (anántis) m (feminine ανάντης, neuter άναντες)
- uphill, towards the top
- (figuratively) problematic, unfavourable
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανάντης (anántis) | ανάντης (anántis) | άναντες (ánantes) | ανάντεις (anánteis) | ανάντεις (anánteis) | ανάντη (anánti) | |
genitive | ανάντους (anántous) ανάντη (anánti) |
ανάντους (anántous) | ανάντους (anántous) | ανάντων (anánton) | ανάντων (anánton) | ανάντων (anánton) | |
accusative | ανάντη (anánti) | ανάντη (anánti) | άναντες (ánantes) | ανάντεις (anánteis) | ανάντεις (anánteis) | ανάντη (anánti) | |
vocative | ανάντη (anánti) | ανάντη (anánti) | άναντες (ánantes) | ανάντεις (anánteis) | ανάντεις (anánteis) | ανάντη (anánti) |