Jump to content

ανάλλαγος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάλλαγος (anállagosm (feminine άλλαγη, neuter άλλαγο)

  1. (rare) Informal form of ανάλλαχτος (anállachtos).

Declension

[edit]
Declension of ανάλλαγος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάλλαγος (anállagos) ανάλλαγη (anállagi) ανάλλαγο (anállago) ανάλλαγοι (anállagoi) ανάλλαγες (anállages) ανάλλαγα (anállaga)
genitive ανάλλαγου (anállagou) ανάλλαγης (anállagis) ανάλλαγου (anállagou) ανάλλαγων (anállagon) ανάλλαγων (anállagon) ανάλλαγων (anállagon)
accusative ανάλλαγο (anállago) ανάλλαγη (anállagi) ανάλλαγο (anállago) ανάλλαγους (anállagous) ανάλλαγες (anállages) ανάλλαγα (anállaga)
vocative ανάλλαγε (anállage) ανάλλαγη (anállagi) ανάλλαγο (anállago) ανάλλαγοι (anállagoi) ανάλλαγες (anállages) ανάλλαγα (anállaga)