Jump to content

ανάλεστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάλεστος (análestosm (feminine ανάλεστη, neuter ανάλεστο)

  1. unground

Declension

[edit]
Declension of ανάλεστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάλεστος (análestos) ανάλεστη (análesti) ανάλεστο (análesto) ανάλεστοι (análestoi) ανάλεστες (análestes) ανάλεστα (análesta)
genitive ανάλεστου (análestou) ανάλεστης (análestis) ανάλεστου (análestou) ανάλεστων (análeston) ανάλεστων (análeston) ανάλεστων (análeston)
accusative ανάλεστο (análesto) ανάλεστη (análesti) ανάλεστο (análesto) ανάλεστους (análestous) ανάλεστες (análestes) ανάλεστα (análesta)
vocative ανάλεστε (análeste) ανάλεστη (análesti) ανάλεστο (análesto) ανάλεστοι (análestoi) ανάλεστες (análestes) ανάλεστα (análesta)
[edit]
  • see: αλέθω (alétho, to grind, to mill)