ανάλεκτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάλεκτος (análektosm (feminine ανάλεκτη, neuter ανάλεκτο)

  1. (literature) describing analects, chosen passages

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάλεκτος (análektos) ανάλεκτη (análekti) ανάλεκτο (análekto) ανάλεκτοι (análektoi) ανάλεκτες (análektes) ανάλεκτα (análekta)
genitive ανάλεκτου (análektou) ανάλεκτης (análektis) ανάλεκτου (análektou) ανάλεκτων (análekton) ανάλεκτων (análekton) ανάλεκτων (análekton)
accusative ανάλεκτο (análekto) ανάλεκτη (análekti) ανάλεκτο (análekto) ανάλεκτους (análektous) ανάλεκτες (análektes) ανάλεκτα (análekta)
vocative ανάλεκτε (análekte) ανάλεκτη (análekti) ανάλεκτο (análekto) ανάλεκτοι (análektoi) ανάλεκτες (análektes) ανάλεκτα (análekta)
[edit]