Jump to content

ανάλαδος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάλαδος (análadosm (feminine ανάλαδη, neuter ανάλαδο)

  1. without oil
  2. (religion) unanointed

Declension

[edit]
Declension of ανάλαδος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάλαδος (análados) ανάλαδη (análadi) ανάλαδο (análado) ανάλαδοι (análadoi) ανάλαδες (análades) ανάλαδα (análada)
genitive ανάλαδου (análadou) ανάλαδης (análadis) ανάλαδου (análadou) ανάλαδων (análadon) ανάλαδων (análadon) ανάλαδων (análadon)
accusative ανάλαδο (análado) ανάλαδη (análadi) ανάλαδο (análado) ανάλαδους (análadous) ανάλαδες (análades) ανάλαδα (análada)
vocative ανάλαδε (análade) ανάλαδη (análadi) ανάλαδο (análado) ανάλαδοι (análadoi) ανάλαδες (análades) ανάλαδα (análada)

Synonyms

[edit]

See also

[edit]