Jump to content

ανάκατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάκατος (anákatosm (feminine ανάκατη, neuter ανάκατο)

  1. mingled, mixed
  2. mixed up, disorderly
  3. tangled, tousled

Declension

[edit]
Declension of ανάκατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάκατος (anákatos) ανάκατη (anákati) ανάκατο (anákato) ανάκατοι (anákatoi) ανάκατες (anákates) ανάκατα (anákata)
genitive ανάκατου (anákatou) ανάκατης (anákatis) ανάκατου (anákatou) ανάκατων (anákaton) ανάκατων (anákaton) ανάκατων (anákaton)
accusative ανάκατο (anákato) ανάκατη (anákati) ανάκατο (anákato) ανάκατους (anákatous) ανάκατες (anákates) ανάκατα (anákata)
vocative ανάκατε (anákate) ανάκατη (anákati) ανάκατο (anákato) ανάκατοι (anákatoi) ανάκατες (anákates) ανάκατα (anákata)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάκατος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάκατος, etc.)

[edit]