Jump to content

ανάδοση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανάδοση (anádosif (plural αναδόσεις)

  1. (botany) growth, germination
  2. soil moisture

Declension

[edit]
Declension of ανάδοση
singular plural
nominative ανάδοση (anádosi) αναδόσεις (anadóseis)
genitive ανάδοσης (anádosis) αναδόσεων (anadóseon)
accusative ανάδοση (anádosi) αναδόσεις (anadóseis)
vocative ανάδοση (anádosi) αναδόσεις (anadóseis)

Older or formal genitive singular: αναδόσεως (anadóseos)