Jump to content

ανάδελφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάδελφος (anádelfosm (feminine ανάδελφη, neuter ανάδελφο)

  1. brotherless, sisterless

Declension

[edit]
Declension of ανάδελφος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάδελφος (anádelfos) ανάδελφη (anádelfi) ανάδελφο (anádelfo) ανάδελφοι (anádelfoi) ανάδελφες (anádelfes) ανάδελφα (anádelfa)
genitive ανάδελφου (anádelfou) ανάδελφης (anádelfis) ανάδελφου (anádelfou) ανάδελφων (anádelfon) ανάδελφων (anádelfon) ανάδελφων (anádelfon)
accusative ανάδελφο (anádelfo) ανάδελφη (anádelfi) ανάδελφο (anádelfo) ανάδελφους (anádelfous) ανάδελφες (anádelfes) ανάδελφα (anádelfa)
vocative ανάδελφε (anádelfe) ανάδελφη (anádelfi) ανάδελφο (anádelfo) ανάδελφοι (anádelfoi) ανάδελφες (anádelfes) ανάδελφα (anádelfa)
[edit]