Jump to content

αμύριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμύριστος (amýristosm (feminine αμύριστη, neuter αμύριστο)

  1. odourless (UK), odorless (US)
  2. unsmelled, unsmelt

Declension

[edit]
Declension of αμύριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμύριστος (amýristos) αμύριστη (amýristi) αμύριστο (amýristo) αμύριστοι (amýristoi) αμύριστες (amýristes) αμύριστα (amýrista)
genitive αμύριστου (amýristou) αμύριστης (amýristis) αμύριστου (amýristou) αμύριστων (amýriston) αμύριστων (amýriston) αμύριστων (amýriston)
accusative αμύριστο (amýristo) αμύριστη (amýristi) αμύριστο (amýristo) αμύριστους (amýristous) αμύριστες (amýristes) αμύριστα (amýrista)
vocative αμύριστε (amýriste) αμύριστη (amýristi) αμύριστο (amýristo) αμύριστοι (amýristoi) αμύριστες (amýristes) αμύριστα (amýrista)
[edit]