Jump to content

αμόνοιαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμόνοιαστος (amónoiastosm (feminine αμόνοιαστη, neuter αμόνοιαστο)

  1. quarrelsome, difficult to get on with

Declension

[edit]
Declension of αμόνοιαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμόνοιαστος (amónoiastos) αμόνοιαστη (amónoiasti) αμόνοιαστο (amónoiasto) αμόνοιαστοι (amónoiastoi) αμόνοιαστες (amónoiastes) αμόνοιαστα (amónoiasta)
genitive αμόνοιαστου (amónoiastou) αμόνοιαστης (amónoiastis) αμόνοιαστου (amónoiastou) αμόνοιαστων (amónoiaston) αμόνοιαστων (amónoiaston) αμόνοιαστων (amónoiaston)
accusative αμόνοιαστο (amónoiasto) αμόνοιαστη (amónoiasti) αμόνοιαστο (amónoiasto) αμόνοιαστους (amónoiastous) αμόνοιαστες (amónoiastes) αμόνοιαστα (amónoiasta)
vocative αμόνοιαστε (amónoiaste) αμόνοιαστη (amónoiasti) αμόνοιαστο (amónoiasto) αμόνοιαστοι (amónoiastoi) αμόνοιαστες (amónoiastes) αμόνοιαστα (amónoiasta)
[edit]