αμόλυβδος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From α- (a-, un-) +‎ μόλυβδος (mólyvdos, lead).

Adjective

[edit]

αμόλυβδος (amólyvdosm (feminine αμόλυβδη, neuter αμόλυβδο)

  1. unleaded

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμόλυβδος (amólyvdos) αμόλυβδη (amólyvdi) αμόλυβδο (amólyvdo) αμόλυβδοι (amólyvdoi) αμόλυβδες (amólyvdes) αμόλυβδα (amólyvda)
genitive αμόλυβδου (amólyvdou) αμόλυβδης (amólyvdis) αμόλυβδου (amólyvdou) αμόλυβδων (amólyvdon) αμόλυβδων (amólyvdon) αμόλυβδων (amólyvdon)
accusative αμόλυβδο (amólyvdo) αμόλυβδη (amólyvdi) αμόλυβδο (amólyvdo) αμόλυβδους (amólyvdous) αμόλυβδες (amólyvdes) αμόλυβδα (amólyvda)
vocative αμόλυβδε (amólyvde) αμόλυβδη (amólyvdi) αμόλυβδο (amólyvdo) αμόλυβδοι (amólyvdoi) αμόλυβδες (amólyvdes) αμόλυβδα (amólyvda)