Jump to content

αμόλημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμόλημα (amóliman (plural αμολήματα)

  1. unleashing, letting go
  2. slackening, loosening

Declension

[edit]
Declension of αμόλημα
singular plural
nominative αμόλημα (amólima) αμολήματα (amolímata)
genitive αμολήματος (amolímatos) αμολημάτων (amolimáton)
accusative αμόλημα (amólima) αμολήματα (amolímata)
vocative αμόλημα (amólima) αμολήματα (amolímata)
[edit]