Jump to content

αμφισεξουαλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμφισεξουαλικός (amfisexoualikósm (feminine αμφισεξουαλική, neuter αμφισεξουαλικό)

  1. bisexual

Declension

[edit]
Declension of αμφισεξουαλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφισεξουαλικός (amfisexoualikós) αμφισεξουαλική (amfisexoualikí) αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) αμφισεξουαλικοί (amfisexoualikoí) αμφισεξουαλικές (amfisexoualikés) αμφισεξουαλικά (amfisexoualiká)
genitive αμφισεξουαλικού (amfisexoualikoú) αμφισεξουαλικής (amfisexoualikís) αμφισεξουαλικού (amfisexoualikoú) αμφισεξουαλικών (amfisexoualikón) αμφισεξουαλικών (amfisexoualikón) αμφισεξουαλικών (amfisexoualikón)
accusative αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) αμφισεξουαλική (amfisexoualikí) αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) αμφισεξουαλικούς (amfisexoualikoús) αμφισεξουαλικές (amfisexoualikés) αμφισεξουαλικά (amfisexoualiká)
vocative αμφισεξουαλικέ (amfisexoualiké) αμφισεξουαλική (amfisexoualikí) αμφισεξουαλικό (amfisexoualikó) αμφισεξουαλικοί (amfisexoualikoí) αμφισεξουαλικές (amfisexoualikés) αμφισεξουαλικά (amfisexoualiká)

Synonyms

[edit]