Jump to content

αμφιδέξιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αμφι- (amfi-, both, in two sides (prefix)) +‎ δέξιος (déxios, dextrous).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αμφιδέξιος (amfidéxiosm (feminine αμφιδέξια, neuter αμφιδέξιο)

  1. ambidextrous
  2. (figuratively) deft

Declension

[edit]
Declension of αμφιδέξιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφιδέξιος (amfidéxios) αμφιδέξιη (amfidéxii) αμφιδέξιο (amfidéxio) αμφιδέξιοι (amfidéxioi) αμφιδέξιες (amfidéxies) αμφιδέξια (amfidéxia)
genitive αμφιδέξιου (amfidéxiou) αμφιδέξιης (amfidéxiis) αμφιδέξιου (amfidéxiou) αμφιδέξιων (amfidéxion) αμφιδέξιων (amfidéxion) αμφιδέξιων (amfidéxion)
accusative αμφιδέξιο (amfidéxio) αμφιδέξιη (amfidéxii) αμφιδέξιο (amfidéxio) αμφιδέξιους (amfidéxious) αμφιδέξιες (amfidéxies) αμφιδέξια (amfidéxia)
vocative αμφιδέξιε (amfidéxie) αμφιδέξιη (amfidéxii) αμφιδέξιο (amfidéxio) αμφιδέξιοι (amfidéxioi) αμφιδέξιες (amfidéxies) αμφιδέξια (amfidéxia)

Coordinate terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]