Jump to content

αμφεταμίνη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμφεταμίνη (amfetamínif (plural αμφεταμίνες)

  1. amphetamine

Declension

[edit]
singular plural
nominative αμφεταμίνη (amfetamíni) αμφεταμίνες (amfetamínes)
genitive αμφεταμίνης (amfetamínis) αμφεταμινών (amfetaminón)
accusative αμφεταμίνη (amfetamíni) αμφεταμίνες (amfetamínes)
vocative αμφεταμίνη (amfetamíni) αμφεταμίνες (amfetamínes)

Further reading

[edit]