Jump to content

αμφίσημος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμφίσημος (amfísimosm (feminine αμφίσημη, neuter αμφίσημο)

  1. (grammar) describes ambiguous words or phrases

Declension

[edit]
Declension of αμφίσημος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφίσημος (amfísimos) αμφίσημη (amfísimi) αμφίσημο (amfísimo) αμφίσημοι (amfísimoi) αμφίσημες (amfísimes) αμφίσημα (amfísima)
genitive αμφίσημου (amfísimou) αμφίσημης (amfísimis) αμφίσημου (amfísimou) αμφίσημων (amfísimon) αμφίσημων (amfísimon) αμφίσημων (amfísimon)
accusative αμφίσημο (amfísimo) αμφίσημη (amfísimi) αμφίσημο (amfísimo) αμφίσημους (amfísimous) αμφίσημες (amfísimes) αμφίσημα (amfísima)
vocative αμφίσημε (amfísime) αμφίσημη (amfísimi) αμφίσημο (amfísimo) αμφίσημοι (amfísimoi) αμφίσημες (amfísimes) αμφίσημα (amfísima)
[edit]