Jump to content

αμφίκοιλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμφίκοιλος (amfíkoilosm (feminine αμφίκοιλη, neuter αμφίκοιλο)

  1. (optics) biconcave

Declension

[edit]
Declension of αμφίκοιλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφίκοιλος (amfíkoilos) αμφίκοιλη (amfíkoili) αμφίκοιλο (amfíkoilo) αμφίκοιλοι (amfíkoiloi) αμφίκοιλες (amfíkoiles) αμφίκοιλα (amfíkoila)
genitive αμφίκοιλου (amfíkoilou) αμφίκοιλης (amfíkoilis) αμφίκοιλου (amfíkoilou) αμφίκοιλων (amfíkoilon) αμφίκοιλων (amfíkoilon) αμφίκοιλων (amfíkoilon)
accusative αμφίκοιλο (amfíkoilo) αμφίκοιλη (amfíkoili) αμφίκοιλο (amfíkoilo) αμφίκοιλους (amfíkoilous) αμφίκοιλες (amfíkoiles) αμφίκοιλα (amfíkoila)
vocative αμφίκοιλε (amfíkoile) αμφίκοιλη (amfíkoili) αμφίκοιλο (amfíkoilo) αμφίκοιλοι (amfíkoiloi) αμφίκοιλες (amfíkoiles) αμφίκοιλα (amfíkoila)

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]