Jump to content

αμυλούχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμυλούχος (amyloúchosm (feminine αμυλούχη, neuter αμυλούχο)

  1. starchy, farinaceous

Declension

[edit]
Declension of αμυλούχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμυλούχος (amyloúchos) αμυλούχη (amyloúchi) αμυλούχο (amyloúcho) αμυλούχοι (amyloúchoi) αμυλούχες (amyloúches) αμυλούχα (amyloúcha)
genitive αμυλούχου (amyloúchou) αμυλούχης (amyloúchis) αμυλούχου (amyloúchou) αμυλούχων (amyloúchon) αμυλούχων (amyloúchon) αμυλούχων (amyloúchon)
accusative αμυλούχο (amyloúcho) αμυλούχη (amyloúchi) αμυλούχο (amyloúcho) αμυλούχους (amyloúchous) αμυλούχες (amyloúches) αμυλούχα (amyloúcha)
vocative αμυλούχε (amyloúche) αμυλούχη (amyloúchi) αμυλούχο (amyloúcho) αμυλούχοι (amyloúchoi) αμυλούχες (amyloúches) αμυλούχα (amyloúcha)

Synonyms

[edit]
[edit]