Jump to content

αμυλοζάχαρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμυλοζάχαρο (amylozácharon (plural αμυλάλευρα)

  1. starch sugar, dextrose

Declension

[edit]
Declension of αμυλοζάχαρο
singular plural
nominative αμυλοζάχαρο (amylozácharo) αμυλοζάχαρα (amylozáchara)
genitive αμυλοζαχάρου (amylozachárou)
αμυλοζάχαρου (amylozácharou)
αμυλοζαχάρων (amylozacháron)
αμυλοζάχαρων (amylozácharon)
accusative αμυλοζάχαρο (amylozácharo) αμυλοζάχαρα (amylozáchara)
vocative αμυλοζάχαρο (amylozácharo) αμυλοζάχαρα (amylozáchara)

Coordinate terms

[edit]
[edit]