Jump to content

αμυγδαλωτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Byzantine Greek αμυγδαλωτός (amugdalōtós). By surface analysis, αμύγδαλ(ο) (amýgdal(o)) +‎ -ωτός (-otós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.mi.ɣða.loˈtos/
  • Hyphenation: α‧μυ‧γδα‧λω‧τός

Adjective

[edit]

αμυγδαλωτός (amygdalotósm (feminine αμυγδαλωτή, neuter αμυγδαλωτό)

  1. containing almonds
  2. almond-shaped

Declension

[edit]
Declension of αμυγδαλωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμυγδαλωτός (amygdalotós) αμυγδαλωτή (amygdalotí) αμυγδαλωτό (amygdalotó) αμυγδαλωτοί (amygdalotoí) αμυγδαλωτές (amygdalotés) αμυγδαλωτά (amygdalotá)
genitive αμυγδαλωτού (amygdalotoú) αμυγδαλωτής (amygdalotís) αμυγδαλωτού (amygdalotoú) αμυγδαλωτών (amygdalotón) αμυγδαλωτών (amygdalotón) αμυγδαλωτών (amygdalotón)
accusative αμυγδαλωτό (amygdalotó) αμυγδαλωτή (amygdalotí) αμυγδαλωτό (amygdalotó) αμυγδαλωτούς (amygdalotoús) αμυγδαλωτές (amygdalotés) αμυγδαλωτά (amygdalotá)
vocative αμυγδαλωτέ (amygdaloté) αμυγδαλωτή (amygdalotí) αμυγδαλωτό (amygdalotó) αμυγδαλωτοί (amygdalotoí) αμυγδαλωτές (amygdalotés) αμυγδαλωτά (amygdalotá)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ αμυγδαλωτός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language