αμυγδαλεκτομή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αμυγδαλεκτομή • (amygdalektomí) f (plural αμυγδαλεκτομές)
Declension
[edit]Declension of αμυγδαλεκτομή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμυγδαλεκτομή • | αμυγδαλεκτομές • |
genitive | αμυγδαλεκτομής • | αμυγδαλεκτομών • |
accusative | αμυγδαλεκτομή • | αμυγδαλεκτομές • |
vocative | αμυγδαλεκτομή • | αμυγδαλεκτομές • |
Synonyms
[edit]- αμυγδαλοτομία f (amygdalotomía)
Related terms
[edit]- αμυγδαλίτιδα f (amygdalítida, “tonsillitis”)
- αμυγδαλή f (amygdalí, “amygdala, tonsil, almond”)
- and see: αμύγδαλο n (amýgdalo, “almond”)