Jump to content

αμυγδαλεκτομή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμυγδαλεκτομή (amygdalektomíf (plural αμυγδαλεκτομές)

  1. (medicine) tonsillectomy

Declension

[edit]
singular plural
nominative αμυγδαλεκτομή (amygdalektomí) αμυγδαλεκτομές (amygdalektomés)
genitive αμυγδαλεκτομής (amygdalektomís) αμυγδαλεκτομών (amygdalektomón)
accusative αμυγδαλεκτομή (amygdalektomí) αμυγδαλεκτομές (amygdalektomés)
vocative αμυγδαλεκτομή (amygdalektomí) αμυγδαλεκτομές (amygdalektomés)

Synonyms

[edit]
[edit]