Jump to content

αμπόλιαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμπόλιαστος (ampóliastosm (feminine αμπόλιαστη, neuter αμπόλιαστο)

  1. (horticulture) ungrafted
  2. (medicine) unvaccinated

Declension

[edit]
Declension of αμπόλιαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμπόλιαστος (ampóliastos) αμπόλιαστη (ampóliasti) αμπόλιαστο (ampóliasto) αμπόλιαστοι (ampóliastoi) αμπόλιαστες (ampóliastes) αμπόλιαστα (ampóliasta)
genitive αμπόλιαστου (ampóliastou) αμπόλιαστης (ampóliastis) αμπόλιαστου (ampóliastou) αμπόλιαστων (ampóliaston) αμπόλιαστων (ampóliaston) αμπόλιαστων (ampóliaston)
accusative αμπόλιαστο (ampóliasto) αμπόλιαστη (ampóliasti) αμπόλιαστο (ampóliasto) αμπόλιαστους (ampóliastous) αμπόλιαστες (ampóliastes) αμπόλιαστα (ampóliasta)
vocative αμπόλιαστε (ampóliaste) αμπόλιαστη (ampóliasti) αμπόλιαστο (ampóliasto) αμπόλιαστοι (ampóliastoi) αμπόλιαστες (ampóliastes) αμπόλιαστα (ampóliasta)

Synonyms

[edit]