Jump to content

αμπελόφυτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμπελόφυτος (ampelófytosm (feminine αμπελόφυτη, neuter αμπελόφυτο)

  1. (wine) vine growing (land)

Declension

[edit]
Declension of αμπελόφυτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμπελόφυτος (ampelófytos) αμπελόφυτη (ampelófyti) αμπελόφυτο (ampelófyto) αμπελόφυτοι (ampelófytoi) αμπελόφυτες (ampelófytes) αμπελόφυτα (ampelófyta)
genitive αμπελόφυτου (ampelófytou) αμπελόφυτης (ampelófytis) αμπελόφυτου (ampelófytou) αμπελόφυτων (ampelófyton) αμπελόφυτων (ampelófyton) αμπελόφυτων (ampelófyton)
accusative αμπελόφυτο (ampelófyto) αμπελόφυτη (ampelófyti) αμπελόφυτο (ampelófyto) αμπελόφυτους (ampelófytous) αμπελόφυτες (ampelófytes) αμπελόφυτα (ampelófyta)
vocative αμπελόφυτε (ampelófyte) αμπελόφυτη (ampelófyti) αμπελόφυτο (ampelófyto) αμπελόφυτοι (ampelófytoi) αμπελόφυτες (ampelófytes) αμπελόφυτα (ampelófyta)
[edit]