Jump to content

αμπελουργός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Ancient Greek άμπελος (ámpelos) +‎ -ουργός (-ourgós)

Noun

[edit]

αμπελουργός (ampelourgósm (plural αμπελουργοί)

  1. (wine) vine grower, viticulturist
  2. vineyard worker, vine dresser

Declension

[edit]
Declension of αμπελουργός
singular plural
nominative αμπελουργός (ampelourgós) αμπελουργοί (ampelourgoí)
genitive αμπελουργού (ampelourgoú) αμπελουργών (ampelourgón)
accusative αμπελουργό (ampelourgó) αμπελουργούς (ampelourgoús)
vocative αμπελουργέ (ampelourgé) αμπελουργοί (ampelourgoí)

Derived terms

[edit]
[edit]