αμπαλαρίστηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αμπαλαρίστηκα • (ampalarístika)
- 1st person singular simple past form of αμπαλάρομαι (ampaláromai) passive of αμπαλάρω.
αμπαλαρίστηκα • (ampalarístika)