Jump to content

αμπάρωμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμπάρωμα (ampároman (plural αμπαρώματα)

  1. barring, bolting

Declension

[edit]
Declension of αμπάρωμα
singular plural
nominative αμπάρωμα (ampároma) αμπαρώματα (amparómata)
genitive αμπαρώματος (amparómatos) αμπαρωμάτων (amparomáton)
accusative αμπάρωμα (ampároma) αμπαρώματα (amparómata)
vocative αμπάρωμα (ampároma) αμπαρώματα (amparómata)
[edit]