Jump to content

αμούσκευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμούσκευτος (amoúskeftosm (feminine αμούσκευτη, neuter αμούσκευτο)

  1. unsoaked, not wet

Declension

[edit]
Declension of αμούσκευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμούσκευτος (amoúskeftos) αμούσκευτη (amoúskefti) αμούσκευτο (amoúskefto) αμούσκευτοι (amoúskeftoi) αμούσκευτες (amoúskeftes) αμούσκευτα (amoúskefta)
genitive αμούσκευτου (amoúskeftou) αμούσκευτης (amoúskeftis) αμούσκευτου (amoúskeftou) αμούσκευτων (amoúskefton) αμούσκευτων (amoúskefton) αμούσκευτων (amoúskefton)
accusative αμούσκευτο (amoúskefto) αμούσκευτη (amoúskefti) αμούσκευτο (amoúskefto) αμούσκευτους (amoúskeftous) αμούσκευτες (amoúskeftes) αμούσκευτα (amoúskefta)
vocative αμούσκευτε (amoúskefte) αμούσκευτη (amoúskefti) αμούσκευτο (amoúskefto) αμούσκευτοι (amoúskeftoi) αμούσκευτες (amoúskeftes) αμούσκευτα (amoúskefta)
[edit]