Jump to content

αμονογράφητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμονογράφητος (amonográfitosm (feminine αμονογράφητη, neuter αμονογράφητο)

  1. uninitialled, not initialled (UK)
  2. uninitialed, not initialed (US)

Declension

[edit]
Declension of αμονογράφητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμονογράφητος (amonográfitos) αμονογράφητη (amonográfiti) αμονογράφητο (amonográfito) αμονογράφητοι (amonográfitoi) αμονογράφητες (amonográfites) αμονογράφητα (amonográfita)
genitive αμονογράφητου (amonográfitou) αμονογράφητης (amonográfitis) αμονογράφητου (amonográfitou) αμονογράφητων (amonográfiton) αμονογράφητων (amonográfiton) αμονογράφητων (amonográfiton)
accusative αμονογράφητο (amonográfito) αμονογράφητη (amonográfiti) αμονογράφητο (amonográfito) αμονογράφητους (amonográfitous) αμονογράφητες (amonográfites) αμονογράφητα (amonográfita)
vocative αμονογράφητε (amonográfite) αμονογράφητη (amonográfiti) αμονογράφητο (amonográfito) αμονογράφητοι (amonográfitoi) αμονογράφητες (amonográfites) αμονογράφητα (amonográfita)
[edit]