αμοιβαίος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.miˈve.os/
  • Hyphenation: α‧μοι‧βαί‧ος

Adjective

[edit]

αμοιβαίος (amoivaíosm (feminine αμοιβαία, neuter αμοιβαίο)

  1. mutual, reciprocal
    Τα συναισθήματά τους είναι αμοιβαία.
    Ta synaisthímatá tous eínai amoivaía.
    Their feelings are mutual.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμοιβαίος (amoivaíos) αμοιβαία (amoivaía) αμοιβαίο (amoivaío) αμοιβαίοι (amoivaíoi) αμοιβαίες (amoivaíes) αμοιβαία (amoivaía)
genitive αμοιβαίου (amoivaíou) αμοιβαίας (amoivaías) αμοιβαίου (amoivaíou) αμοιβαίων (amoivaíon) αμοιβαίων (amoivaíon) αμοιβαίων (amoivaíon)
accusative αμοιβαίο (amoivaío) αμοιβαία (amoivaía) αμοιβαίο (amoivaío) αμοιβαίους (amoivaíous) αμοιβαίες (amoivaíes) αμοιβαία (amoivaía)
vocative αμοιβαίε (amoivaíe) αμοιβαία (amoivaía) αμοιβαίο (amoivaío) αμοιβαίοι (amoivaíoi) αμοιβαίες (amoivaíes) αμοιβαία (amoivaía)

Synonyms

[edit]
[edit]