Jump to content

αμνιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμνιακός (amniakósm (feminine αμνιακή, neuter αμνιακό)

  1. amniotic, relating to the amnion

Declension

[edit]
Declension of αμνιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμνιακός (amniakós) αμνιακή (amniakí) αμνιακό (amniakó) αμνιακοί (amniakoí) αμνιακές (amniakés) αμνιακά (amniaká)
genitive αμνιακού (amniakoú) αμνιακής (amniakís) αμνιακού (amniakoú) αμνιακών (amniakón) αμνιακών (amniakón) αμνιακών (amniakón)
accusative αμνιακό (amniakó) αμνιακή (amniakí) αμνιακό (amniakó) αμνιακούς (amniakoús) αμνιακές (amniakés) αμνιακά (amniaká)
vocative αμνιακέ (amniaké) αμνιακή (amniakí) αμνιακό (amniakó) αμνιακοί (amniakoí) αμνιακές (amniakés) αμνιακά (amniaká)
[edit]