Jump to content

αμνημόνευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμνημόνευτος (amnimóneftosm (feminine αμνημόνευτη, neuter αμνημόνευτο)

  1. unmentioned, immemorial, unremembered
    από αμνημονεύτων χρόνωνapó amnimonéfton chrónonfrom time immemorial
  2. countless

Declension

[edit]
Declension of αμνημόνευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμνημόνευτος (amnimóneftos) αμνημόνευτη (amnimónefti) αμνημόνευτο (amnimónefto) αμνημόνευτοι (amnimóneftoi) αμνημόνευτες (amnimóneftes) αμνημόνευτα (amnimónefta)
genitive αμνημόνευτου (amnimóneftou) αμνημόνευτης (amnimóneftis) αμνημόνευτου (amnimóneftou) αμνημόνευτων (amnimónefton) αμνημόνευτων (amnimónefton) αμνημόνευτων (amnimónefton)
accusative αμνημόνευτο (amnimónefto) αμνημόνευτη (amnimónefti) αμνημόνευτο (amnimónefto) αμνημόνευτους (amnimóneftous) αμνημόνευτες (amnimóneftes) αμνημόνευτα (amnimónefta)
vocative αμνημόνευτε (amnimónefte) αμνημόνευτη (amnimónefti) αμνημόνευτο (amnimónefto) αμνημόνευτοι (amnimóneftoi) αμνημόνευτες (amnimóneftes) αμνημόνευτα (amnimónefta)
[edit]