Jump to content

αμμουδερός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμμουδερός (ammouderósm (feminine αμμουδερή, neuter αμμουδερό)

  1. sandy

Declension

[edit]
Declension of αμμουδερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμμουδερός (ammouderós) αμμουδερή (ammouderí) αμμουδερό (ammouderó) αμμουδεροί (ammouderoí) αμμουδερές (ammouderés) αμμουδερά (ammouderá)
genitive αμμουδερού (ammouderoú) αμμουδερής (ammouderís) αμμουδερού (ammouderoú) αμμουδερών (ammouderón) αμμουδερών (ammouderón) αμμουδερών (ammouderón)
accusative αμμουδερό (ammouderó) αμμουδερή (ammouderí) αμμουδερό (ammouderó) αμμουδερούς (ammouderoús) αμμουδερές (ammouderés) αμμουδερά (ammouderá)
vocative αμμουδερέ (ammouderé) αμμουδερή (ammouderí) αμμουδερό (ammouderó) αμμουδεροί (ammouderoí) αμμουδερές (ammouderés) αμμουδερά (ammouderá)

Synonyms

[edit]
[edit]