αμμοθεραπεία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αμμοθεραπεία • (ammotherapeía) f (uncountable)
Declension
[edit] αμμοθεραπεία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αμμοθεραπεία • |
genitive | αμμοθεραπείας • |
accusative | αμμοθεραπεία • |
vocative | αμμοθεραπεία • |