Jump to content

αμμοθεραπεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμμοθεραπεία (ammotherapeíaf (uncountable)

  1. sand bath therapy

Declension

[edit]
Declension of αμμοθεραπεία
singular
nominative αμμοθεραπεία (ammotherapeía)
genitive αμμοθεραπείας (ammotherapeías)
accusative αμμοθεραπεία (ammotherapeía)
vocative αμμοθεραπεία (ammotherapeía)