αμινοβενζόλιο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αμινο- (amino-) + βενζόλιο (venzólio)
Noun
[edit]αμινοβενζόλιο • (aminovenzólio) n (plural αμινοβενζόλια) usually in the singular
- (organic chemistry) Alternative name for ανιλίνη (anilíni)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμινοβενζόλιο (aminovenzólio) | αμινοβενζόλια (aminovenzólia) |
genitive | αμινοβενζολίου (aminovenzolíou) αμινοβενζόλιου (aminovenzóliou) |
αμινοβενζολίων (aminovenzolíon) αμινοβενζόλιων (aminovenzólion) |
accusative | αμινοβενζόλιο (aminovenzólio) | αμινοβενζόλια (aminovenzólia) |
vocative | αμινοβενζόλιο (aminovenzólio) | αμινοβενζόλια (aminovenzólia) |
Usually in the singular.
Further reading
[edit]- Ανιλίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el