Jump to content

αμιαντωρυχείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμιαντωρυχείο (amiantorycheíon (plural αμιαντωρυχεία)

  1. (mining) asbestos mine or workings

Declension

[edit]
Declension of αμιαντωρυχείο
singular plural
nominative αμιαντωρυχείο (amiantorycheío) αμιαντωρυχεία (amiantorycheía)
genitive αμιαντωρυχείου (amiantorycheíou) αμιαντωρυχείων (amiantorycheíon)
accusative αμιαντωρυχείο (amiantorycheío) αμιαντωρυχεία (amiantorycheía)
vocative αμιαντωρυχείο (amiantorycheío) αμιαντωρυχεία (amiantorycheía)
[edit]

Further reading

[edit]