Jump to content

αμεταμόρφωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμεταμόρφωτος (ametamórfotosm (feminine αμεταμόρφωτη, neuter αμεταμόρφωτο)

  1. untransformed
  2. untransformable

Declension

[edit]
Declension of αμεταμόρφωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμεταμόρφωτος (ametamórfotos) αμεταμόρφωτη (ametamórfoti) αμεταμόρφωτο (ametamórfoto) αμεταμόρφωτοι (ametamórfotoi) αμεταμόρφωτες (ametamórfotes) αμεταμόρφωτα (ametamórfota)
genitive αμεταμόρφωτου (ametamórfotou) αμεταμόρφωτης (ametamórfotis) αμεταμόρφωτου (ametamórfotou) αμεταμόρφωτων (ametamórfoton) αμεταμόρφωτων (ametamórfoton) αμεταμόρφωτων (ametamórfoton)
accusative αμεταμόρφωτο (ametamórfoto) αμεταμόρφωτη (ametamórfoti) αμεταμόρφωτο (ametamórfoto) αμεταμόρφωτους (ametamórfotous) αμεταμόρφωτες (ametamórfotes) αμεταμόρφωτα (ametamórfota)
vocative αμεταμόρφωτε (ametamórfote) αμεταμόρφωτη (ametamórfoti) αμεταμόρφωτο (ametamórfoto) αμεταμόρφωτοι (ametamórfotoi) αμεταμόρφωτες (ametamórfotes) αμεταμόρφωτα (ametamórfota)

Synonyms

[edit]
[edit]