Jump to content

αμετάκλητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμετάκλητος (ametáklitosm (feminine αμετάκλητη, neuter αμετάκλητο)

  1. irreversible, irrevocable
    Synonym: ανέκκλητος (anékklitos)
    αμετάκλητη απόφασηametákliti apófasiirrevocable decision
  2. definitive

Declension

[edit]
Declension of αμετάκλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμετάκλητος (ametáklitos) αμετάκλητη (ametákliti) αμετάκλητο (ametáklito) αμετάκλητοι (ametáklitoi) αμετάκλητες (ametáklites) αμετάκλητα (ametáklita)
genitive αμετάκλητου (ametáklitou) αμετάκλητης (ametáklitis) αμετάκλητου (ametáklitou) αμετάκλητων (ametákliton) αμετάκλητων (ametákliton) αμετάκλητων (ametákliton)
accusative αμετάκλητο (ametáklito) αμετάκλητη (ametákliti) αμετάκλητο (ametáklito) αμετάκλητους (ametáklitous) αμετάκλητες (ametáklites) αμετάκλητα (ametáklita)
vocative αμετάκλητε (ametáklite) αμετάκλητη (ametákliti) αμετάκλητο (ametáklito) αμετάκλητοι (ametáklitoi) αμετάκλητες (ametáklites) αμετάκλητα (ametáklita)
[edit]