Jump to content

αμερικανοκρατία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμερικανοκρατία (amerikanokratíaf (uncountable)

  1. domination by America

Declension

[edit]
Declension of αμερικανοκρατία
singular plural
nominative αμερικανοκρατία (amerikanokratía) αμερικανοκρατίες (amerikanokratíes)
genitive αμερικανοκρατίας (amerikanokratías) αμερικανοκρατιών (amerikanokratión)
accusative αμερικανοκρατία (amerikanokratía) αμερικανοκρατίες (amerikanokratíes)
vocative αμερικανοκρατία (amerikanokratía) αμερικανοκρατίες (amerikanokratíes)
[edit]