Jump to content

αμελέτητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμελέτητος (amelétitosm (feminine αμελέτητη, neuter αμελέτητο)

  1. unplanned, unprepared, ill-prepared
  2. unmentionable

Declension

[edit]
Declension of αμελέτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμελέτητος (amelétitos) αμελέτητη (amelétiti) αμελέτητο (amelétito) αμελέτητοι (amelétitoi) αμελέτητες (amelétites) αμελέτητα (amelétita)
genitive αμελέτητου (amelétitou) αμελέτητης (amelétitis) αμελέτητου (amelétitou) αμελέτητων (amelétiton) αμελέτητων (amelétiton) αμελέτητων (amelétiton)
accusative αμελέτητο (amelétito) αμελέτητη (amelétiti) αμελέτητο (amelétito) αμελέτητους (amelétitous) αμελέτητες (amelétites) αμελέτητα (amelétita)
vocative αμελέτητε (amelétite) αμελέτητη (amelétiti) αμελέτητο (amelétito) αμελέτητοι (amelétitoi) αμελέτητες (amelétites) αμελέτητα (amelétita)

Derived terms

[edit]